- δελκανός
- δελκανός, ὁ, a kind ofA fish, Euthyd. ap. Ath.3.118b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δελκανός — δελκανός, ο (Α) είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Το είδος αυτό του ψαριού πήρε την ονομασία του από τον ποταμό Δέλκωνα, απ όπου αλιευόταν (πρβλ. «Δέλκος λίμνη ιχθυοφόρος περί την Θράκην», Ησύχ.)] … Dictionary of Greek
δελκανῷ — δελκανός fish masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δελκανόν — δελκανός fish masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)